- τροπόπαυση
- η, Ν(μετεωρ.) μικρού πάχους ζώνη στην ατμόσφαιρα τής Γης, που αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από την τροπόσφαιρα στη στρατόσφαιρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tropopause < τρόπος + παύση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
τροπόσφαιρα — η, Ν (μετεωρ.) η κατώτερη ζώνη στην ατμόσφαιρα τής Γης, η οποία εκτείνεται ανάμεσα στην επιφάνεια τού πλανήτη μας και στην τροπόπαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. troposphere < τρόπος + σφαίρα] … Dictionary of Greek